κτυπητός

κτυπητός
η , ό[ν]
1) битый, побитый, избитый; 2) взбитый;

κτυπητά αυγά — взбитые яйца;

3) кованый, выкованный;
4) перен. яркий, бросающийся в глаза, резкий;

κτυπητό χρώμα (παράδειγμα) — йркий цвет (пример);

5) резкий (о словах) χτυποκάρδι τό см. καρδιοχτύπι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κτυπητός" в других словарях:

  • κτυπητός — ή, ό βλ. χτυπητός …   Dictionary of Greek

  • χτυπητός — και κτυπητός, ή, ό, Ν [χτυπώ / κτυπώ] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος (α. «χτυπητό αβγό» β. «χτυπητή ζύμη») 2. (σχετικά με μέταλλα) σφυρήλατος 3. αυτός που έχει δεχθεί χτυπήματα, δαρμένος («τόν έκαναν χτυπητό») 4. αυτός που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»